- μικρότερον
- меньшее
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μικρότερον — μῑκρότερον , μικρός small adverbial comp μῑκρότερον , μικρός small masc acc comp sg μῑκρότερον , μικρός small neut nom/voc/acc comp sg μῑκρότερον , σμικρός small adverbial comp μῑκρότερον , σμικρός small masc acc comp sg μῑκρότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)